- ἀναλίσκειν
- ἀνᾱλίσκειν , ἀναλίσκωuse uppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
трошить — I трошить I трогать , костром. (Даль). По мнению Ильинского (ИОРЯС 23, 2, 185), связано с трогать. II трошить II тратить, потреблять , русск. цслав., ст. слав. трошити δαπανᾶν, σκορπίζειν, ἀναλίσκειν (Супр.), болг. троша крошу, измельчаю ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
неизклъчениѥ — НЕИЗКЛЪЧЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Нерастрачивание: б҃гатьство бо не ѿ многаго имань˫а сбираѥтьсѧ. но ѿ съблюдень˫а и неисклоченьемъ. (ἐκ τоῦ μὴ πоλλὰ ἀναλίσκειν) Пч к. XIV, 114 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
ποί — (I) Α επίρρ. 1. (ερωτ.) πού; προς ποιο μέρος; (α. «νῡν δὲ ποῑ με χρὴ μολεῑν;» β. «ποῑ τις φροντίδος ἔλθῃ;», Σοφ.) 2. χρον. ώς πότε; («ποῑ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῑναι;», Αριστοφ.) 3. (τελικ.) για ποιο σκοπό; γιατί; («ποῑ δὴ πατεῑς, Κίλισσα, δωμάτων… … Dictionary of Greek